Τέλος εποχής για την ιστορική βιομηχανία Χαλυβουργική μετά από 93 χρόνια λειτουργίας, καθώς τέθηκε εκτός ηλεκτροδότησης τα μεσάνυχτα για χρέη στη ΔΕΗ ύψους 32 εκατ. ευρώ.
Ο ΑΔΜΗΕ προχώρησε στη διαδικασία που επιφέρει η επανενεργοποίηση από τη ΔΕΗ, πριν από λίγες ώρες, των συνεπειών της άρσης εκπροσώπησης της βιομηχανίας.
Η επανενεργοποίηση της άρσης εκπροσώπησης, η οποία σημαίνει πως η Χαλυβουργική δεν είναι πλέον πελάτης της ΔΕΗ, έγινε χθες, καθώς έληξε η περίοδος χάριτος που είχε δοθεί, χωρίς να επιτευχθεί συνεννόηση μεταξύ των δύο πλευρών για τη διευθέτηση των ανεξόφλητων οφειλών ρεύματος της βιομηχανίας, ύψους 31,8 εκατ. ευρώ, στη ΔΕΗ.
Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων της Χαλυβουργικής είχαν ενημερωθεί επίσης από τη διοίκηση της ΔΕΗ στις αρχές Δεκεμβρίου για το πρόβλημα των συσσωρευμένων χρεών και τη μη πληρωμή των τρεχόντων λογαριασμών της εταιρείας.
Η εξέλιξη αυτή ήρθε μετά την αποτυχία της «τελευταίας ευκαιρίας» που είχε δοθεί για την εξεύρεση λύσης ώστε η Χαλυβουργική να συνεχίσει να προμηθεύεται ρεύμα από τη ΔΕΗ και σήμερα εξέπνευσε η νέα προθεσμία που είχε δώσει η ΔΕΗ, «παγώνοντας» στο μεταβατικό διάστημα τις συνέπειες της άρσης εκπροσώπησης της βιομηχανίας.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Χαλυβουργική αποτελεί τον μεγαλύτερο οφειλέτη της ΔΕΗ μετά την κρατικά ελεγχόμενη ΛΑΡΚΟ με χρέη που αγγίζουν τα 300 εκατ. ευρώ.
Η ιστορική βιομηχανία από το 1925
Η ιστορία της οικογένειας Αγγελόπουλου ξεκινάει το 1925 όταν ο Θεόδωρος Α. Αγγελόπουλος με τους γιους του Δημήτρη, Παναγιώτη και Γιαννη ξεκινούν την εμπορία ειδών σιδήρου. Το 1932 ιδρύονται στην οδό Πειραιώς τα Ελληνικά Συρματουργεία αλλά οι δραστηριότητες θα σταματήσουν λόγω του πολέμου.
Η δραστηριότητα αυτή συνεχίζεται στην ίδια περιοχή μέχρι το 1938. Τότε εγκαθίστανται μικροί ηλεκτρικοί κλίβανοι των 6-8 τόννων οι οποίοι παράγουν χάλυβα, ο οποίος στη συνέχεια διαμορφώνεται στις τότε εγκαταστάσεις ελάστρων σε χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος. Η προσπάθεια αυτή σταματά με τον πόλεμο και την κατοχή.
Μετά την απελευθέρωση αρχίζει νέα επιχειρηματική δραστηριοποίηση με την σύσταση Ανωνύμου Εταιρείας, η οποία είναι από τότε γνωστή ως Χαλυβουργική A.E.. Το 1951 οι δραστηριότητες μεταφέρονται στην Ελευσίνα και το 1953 αρχίζει η λειτουργία ηλεκτρικών κλιβάνων των 20 τόννων.
Το 1958 εγκαθίσταται ένας κλίβανος Siemens Martin των 40 τόννων, ενώ διακόπτεται η λειτουργία των μικρών κλιβάνων της οδού Πειραιώς.
Προς το τέλος όμως της δεκαετίας του 50 οι απαιτήσεις της αγοράς σε χάλυβα αυξάνονται με την εντατική ανοικοδόμηση της χώρας και τότε αρχίζουν να παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα, γιατί δέκα χρόνια μετά τον εμφύλιο, τα παλιοσίδερα (κ. scrap), που αποτελούν την πρώτη ύλη για την παραγωγή του χάλυβα, αρχίζουν να σπανίζουν και δε φτάνουν να ικανοποιήσουν τα χαλυβουργεία μας. Για εισαγωγή παλαιοσιδερικών από το εξωτερικό δε γίνεται λόγος, γιατί το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή αγορά.
Τότε λαμβάνεται μια μεγάλη και ριψοκίνδυνη απόφαση και μπαίνει σε εφαρμογή το σχέδιο καθετοποίησης της παραγωγής. Έτσι, το 1961 θεμελιώνεται η πρώτη υψικάμινος στη χώρα μας. Δύο χρόνια αργότερα αποπερατώνεται η εγκατάσταση της πρώτης και ταυτόχρονα ξεκινάει και η κατασκευή της δεύτερης υψικαμίνου.
Παράλληλα ετοιμάζεται το χαλυβουργείο, όπου ο παραγόμενος στις υψικαμίνους χυτοσίδηρος μετατρέπεται μέσα σε σύγχρονους μεταλλάκτες LD και με την εμφύσηση καθαρού οξυγόνου σε χάλυβα. Η ανάγκη χρήσης καθαρού οξυγόνου οδηγεί και στην εγκατάσταση 3 μονάδων παραγωγής του αερίου αυτού, παραγωγικής ικανότητας 7500 – 8000 κυβικών μέτρων την ώρα.
Στις 27 Ιουνίου του 1963 αρχίζει η παραγωγή χυτοσιδήρου και χάλυβα από σιδηρομετάλλευμα.
Στο διάστημα 1963-75 ακολουθεί και η δεύτερη υψικάμινος, η οποία ανεβάζει τη συνολική δυναμικότητα σε πάνω από 1 εκατομμύριο τόννους χυτοσιδήρου το χρόνο, ενώ ολοκληρώνεται η εγκατάσταση και μπαίνουν σε λειτουργική διαδικασία μία μονάδα παραγωγής κωκ για τις ανάγκες της υψικαμίνου και μία μονάδα ελασματουργείου για την παραγωγή θερμής και ψυχρής έλασης χαλυβδοφύλλων σε ρόλλους και φύλλα.
Από το 1977 αρχίζει και η παράλληλη λειτουργία της νέας μονάδας τριών ηλεκτρικών κλιβάνων των 100 τόννων.
Το 1981 – 82 ολοκληρώνεται η εγκατάσταση μιας νέας υπερσύγχρονης μονάδας παραγωγής χαλυβδοφύλλων ψυχρής έλασης σε ρόλλους και φύλλα.
Τα προϊόντα της ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗΣ εξυπηρετούν τις ανάγκες της Ελληνικής αγοράς χάλυβα, αλλά και αγορών του εξωτερικού, δεδομένου ότι ο εξαγωγικός προσανατολισμός της εταιρείας είναι ήδη σημαντικός. Τα προϊόντα της εταιρείας εξάγονται σε διάφορες χώρες (από τη γειτονική Ιταλία έως τη μακρινή Ιαπωνία) και συνοδεύουν την καλή φήμη που ακολουθεί την εταιρεία και τα προϊόντα της.
Το 2001 η Χαλυβουργική πιστοποιείται από τον ΕΛΟΤ για το εφαρμοζόμενο ΕΛΟΤ EN ISO 9002 και παράλληλα, λαμβάνεται η απόφαση για ριζικό εκσυγχρονισμό των παραγωγικών μονάδων και εγκατάσταση εξοπλισμού βέλτιστης διαθέσιμης τεχνολογίας.
Το 2003, ολοκληρώνεται η πρώτη φάση της επένδυσης αξίας 150.000.000 € και ξεκινά η λειτουργία των νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων πρωτοποριακής τεχνολογίας.
Το 2006 ολοκληρώνεται η δεύτερη φάση της επένδυσης, ύψους 100.000.000 €, με την λειτουργία του δεύτερου υπερσύγχρονου ελασματουργείου καθώς και δύο νέων μονάδων παραγωγής πλεγμάτων στο εργοστάσιο Ελευσίνας, οι οποίες εξασφαλίζουν στην Χαλυβουργική ετήσια παραγωγική ικανότητα ύψους 1.000.000 τόννων, ενώ επίσης, κατασκευάζονται και νέοι, υπερσύγχρονοι αποθηκευτικοί χώροι.
Το 2007, πραγματοποιείται μια νέα επένδυση σε μια μονάδα παραγωγής “Spooler” η οποία παρέχει τη δυνατότητα παραγωγής προϊόντων χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος σε ειδικού τύπου κουλούρες, διεθνώς γνωστές ως “Compact Rebar Coils”. Αποτελεί την πρώτη μονάδα αυτού του τύπου που εγκαθίσταται στην Ελλάδα, γεγονός που καθιστά τη Χαλυβουργική τον πρώτο και μοναδικό παραγωγό τέτοιου τύπου προϊόντων χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος στη χώρα μας.
Τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, με αποτέλεσμα το εργοστάσιο στην Ελευσίνα να υπολειτουργεί από το 2015. Παράλληλα, έχουν γίνει δραματικές περικοπές στο προσωπικό ενώ οι εναπομείναντες εργαζόμενοι απασχολούνται εκ περιτροπής και με διαθεσιμότητες. Επιπλέον πλήγμα για την ιστορική βιομηχανία αποτέλεσε η δικαστική ενδοοικογενειακή διαμάχη για τον έλεγχό της.